συμμιγνύω

συμμιγνύω
και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω]
αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω
αρχ.
1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω
2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω, ζευγαρώνω
3. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («δούλη μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», Πλάτ.)
4. κοινοποιώ, ανακοινώνω («κοινόν τι πρῆγμα συμμεῑξαι», Ηρόδ.)
5. διαλέγομαι, συνομιλώ
6. συναντώ («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», Αριστοτ.)
7. (με εχθρική σημ.) μάχομαι εκ τού συστάδην, έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», Ηρόδ.)
8. έχω σχέσεις, επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», Δημοσθ.)
9. μτφ. συμβαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συμμιγέντων τούτων πάντων», Ηρόδ.)
10. (μέσ. και παθ.) συμμιγνύομαι και συμμείγνυμαι και συμμίσγομαι
α) ανακατώνομαι («οὔποθ' ὕδωρ καὶ πῡρ συμμείξεται», Θέογν.)
β) σχηματίζομαι μετά από ένωση
γ) συσχετίζομαι
11. φρ. α) «συμμείγνυμι συμβόλαια» — συνάπτω αμοιβαίες συμφωνίες (Πλάτ.)
β) «εἶναι οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ < ε>ίχθη» — δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γεύθηκε την ατυχία ή τη δυστυχία (Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμμίγδην — ΜΑ επίρρ. μαζί με... [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • συμμίσγω — Α (επικ. και ιων και αττ. τ.) βλ. συμμιγνύω …   Dictionary of Greek

  • συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω …   Dictionary of Greek

  • συμμεμιγμένως — Α 1. ανάμικτα, σύμμικτα 2. συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμμεμιγμένος τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατώνω» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • συμμιγή — ἡ, Μ ανάμιξη, σύμμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • συμμιγία — ἡ, Α ανάμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • συναλείφω — ΜΑ [ἀλείφω] 1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία αρχ. 1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον 2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή 3. εξαλείφω, απαλείφω 4. τρίβω πολύ καλά …   Dictionary of Greek

  • σύμμιγα — Α επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”